- συνουσίωσις
- συνουσί-ωσις, εως, ἡ,A essential connexion, Hsch., Simp. in Ph.35.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνουσίωσις — essential connexion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [συνουσιοῡμαι] ουσιώδης σύνδεση, συνένωση με κάποιον μσν. συνύπαρξη … Dictionary of Greek
συνουσίωσιν — συνουσίωσις essential connexion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσιώσεως — συνουσιώσεω̆ς , συνουσίωσις essential connexion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)